υποσθενία

υποσθενία
η, Ν
ιατρ.
1. εξασθένηση τής λειτουργίας ιστών ή οργάνων και, κυρίως, τών αδένων
2. ελάττωση τού νευρικού τόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyposthenia < υπ(ο)-* + σθένος + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποσθενικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που προκαλεί υποσθενία 2. αυτός που πάσχει από υποσθενία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyposthenic < hyposthenia (βλ. υποσθενία)] …   Dictionary of Greek

  • υποσθένωση — η, Ν υποσθενία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + σθένος + κατάλ. ωση (< ρ. σε ώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”